Τρεις μέρες στην Μύκονο, και φέτος το καλοκαίρι.

Την ώρα που το Blue Star Ferry 1 πλησιάζει στο νησί, κολλάω σχεδόν την μύτη μου στο τζάμι προσπαθώντας να ταιριάξω στο μυαλό μου την εικόνα του όπως έχει μείνει εντυπωμένη στο μυαλό μου από εκείνη την πρώτη φορά που το είδα, πάνω από σαράντα χρόνια πριν, μ΄αυτή που βλέπω σήμερα.  Τότε τα πλοία δεν έπιαναν στο λιμάνι, άραζαν αρόδο και οι βαρκούλες που έρχονταν να μας μαζέψουν, επιβάτες και πράγματα, έριχναν σχοινένιες σκάλες στις οποίες ισορροπούσαμε σαν επιδέξιοι ακροβάτες. Τα παιδιά ενθουσιασμένα και οι μεγάλοι κάθιδροι. Σήμερα το νησί το πρωί μοιάζει από μακριά με γαμήλια τούρτα έτσι που είναι χτισμένο ολόγυρα. Και το βράδυ το καινούριο λιμάνι μοιάζει με λούνα παρκ, δεν νομίζω να έχω δει περισσότερα φώτα στην ζωή μου πουθενά, και μάλιστα έτσι στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν στρατιωτάκια σε παιδικό παιχνίδι. Όμως παραμένει πάντα ένας τόπος μαγικός, με ενέργεια που δεν καταφέρνουν να την καπελώσουν ούτε οι τόνοι τσιμέντου που καλύπτουν πια σχεδόν τα πάντα, ούτε οι άνθρωποι που είναι πιο loud από ποτέ. Και οι παραλίες του, ακόμα και οι πιο μικρές και οι πιο ταπεινές, κάνουν πολλά άλλα νησιά να χλομιάζουν από ζήλια. Δεν θα σας κρύψω πως στην διάρκεια αυτού του τριημέρου έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν θα επέστρεφα ξανά – αν είχα κάποτε την δυνατότητα να το κάνω εννοείται- και τι είναι αυτό που κάνει ακόμα την καρδιά μου να χάνει ένα χτύπο κάθε φορά που πατάω στο νησί για πρώτη φορά μετά από καιρό. Τα νιάτα μου, η χαμένη ανεμελιά, οι άνθρωποι που δεν είναι πια κομμάτι της ζωής και της καρδιάς μου, οι αναμνήσεις, οι φίλοι μου που τους επιθυμώ πολύ, όλα αυτά μαζί ή απλά η γνώση πως ότι περνά χάνεται και δεν ξαναγυρνά?  Χαζεύοντας μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου τα καινούρια εμπορικά κέντρα, τα μαγαζιά που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και αλλάζουν ξανά και ξανά, τα εκατοντάδες αυτοκίνητα και μηχανάκια που ζουζουνίζουν ολόγυρα σαν πολύβουο μελίσσι, όλο αυτό το σκηνικό που απλώνεται σαν σεντόνι και καλύπτει ολοένα και μεγαλύτερη έκταση ορίζοντα, νοιώθω κανονικός τουρίστας στο νησί που κάποτε, ήταν η πατρίδα της καρδιάς μου. Και νοσταλγώ αφάνταστα εκείνη την εποχή που ξεπροβόδιζα κάθε τόσο φίλους και αγάπες και εγώ έμενα πίσω, με ένα μαύρισμα που δεν ξεθώριαζε ποτέ εντελώς, ούτε στην καρδιά του χειμώνα, με τα μαλλιά ασημένια από τον ήλιο και την καρδιά μου γεμάτη από μια σιγουριά για το μέλλον που αποδείχτηκε εντελώς πλασματική. Πίσω στο σήμερα, η Μύκονος είναι μια βαριά βιομηχανία με τεράστια κέρδη και ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Είναι ένας τόπος που δεν έπαψε να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται στους καιρούς και τις ανάγκες τους, ένα νησί μαθημένο να επιβιώνει στην πρώτη γραμμή και να ανεβάζει τον πήχη όλο και πιο ψηλά, ένας διεθνής προορισμός διακοπών και μαζί, ένα μεγάλο λούνα πάρκ ενηλίκων για πλούσιους και διάσημους πελάτες από όλον τον κόσμο. Για όσους την κατηγορούν έχω να πω ότι αυτό που αλλάζει δεν είναι το ίδιο το νησί αλλά ο κόσμος που το κατακλύζει. Κάποτε το jet set ήταν αλλιώτικο. Πιο ελιτίστικο και πιο chic. Σήμερα οι πλούσιοι και οι ισχυροί είναι loud και flashy. Έστω αυτό το κομμάτι που φιλοξενείται στις glossy σελίδες των περιοδικών και στις πρώτες σειρές ξαπλώστρες στις κοσμικές παραλίες. Είναι αυτοί που προτιμάνε την σαμπάνια να την λούζονται αντί να την πίνουν, αλλά τι να κάνουμε τώρα, το φαινόμενο είναι διεθνές, δεν χρεώνεται αποκλειστικά στο νησί των ανέμων. Όσο για εκείνους που νοσταλγούν το χτες – μαζί και εγώ- ας κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας να δούμε αν αυτό που μας λείπει όντως είναι οι ελεύθερες παραλίες ή η ελευθερία της νιότης μας. That been said, η επίσκεψη μου στην Φάρμα στην Φτελιά  με γύρισε όντως πολλά χρόνια πίσω, τότε που τρώγαμε σε ταβέρνες που από πίσω είχαν μποστάνια, και κότες, και που το φαγητό βασιζόταν σε ότι έβγαζε η εποχή, η βάρκα και ο κήπος. Ο Γιώργος Βενιέρης με τον Νεκτάριο Νικολόπουλο έχουν στήσει ένα μαγαζί νοσταλγικό αλλά ταυτόχρονα επίκαιρο, που το τροφοδοτούν με προϊόντα από τα τρία κτήματα τους και από άλλα μέρη που όμως δεν ξεπερνάνε σε απόσταση τα 77 μίλια από την Μύκονο. Είναι ένα ενδιαφέρον project αυτό που ήδη συζητιέται από στόμα σε στόμα – που είναι και η καλύτερη διαφήμιση- και έτσι στα τραπέζια γύρω μας είδαμε παλιούς γνώριμους σε mood απολύτως χαλαρό και μαζί τον Heston Blumenthal, έναν από τους κορυφαίους chefs στον κόσμο, να δοκιμάζει ξυπόλητος κρασιά και να απολαμβάνει το φαγητό του για δεύτερη μέρα σερί, πράγμα που από μόνο του λέει πολλά για την επιτυχία του εγχειρήματος. Το ίδιο βράδυ ξανασυναντηθήκαμε με τον διάσημο chef – τον οποίο έτυχε να φιλοξενεί ένας παλιός μας γνωστός και έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα- στο Mr Pug του Γιώργου Βενιέρη που πήρε την θέση του παλιού Blue Ginger στον περιφερειακό. Ένας χώρος με εξαιρετική ενέργεια, φορτωμένος με όμορφες αναμνήσεις που στήθηκε από την αρχή με φροντίδα, μεράκι και προσοχή στις λεπτομέρειες και που σερβίρει Thai food στην καλύτερη μορφή που μπορείς να φανταστείς ή να ελπίσεις. Γεύσεις αιχμηρές, αρώματα απίστευτα, συνδυασμοί αναπάντεχοι, φινέτσα μοναδική, και φυσικά τα υπέροχα buns που ο Γιώργος τα παίζει στα δάχτυλα, γεμισμένα τόσο όσο πρέπει για να μπορείς να τα φας χωρίς να γίνεις εντελώς γουρούνι και να μείνεις με αυτό το αχ, του θα ήθελα ένα ακόμα αλλά με περιμένουν τόσα ωραία πιάτα και δεν θέλω να χάσω ούτε μπουκιά. Αν περνούσα ακόμα τα καλοκαίρια μου στο νησί θα έτρωγα στο Mr Pug τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα. Είναι ακριβώς το είδος του φαγητού που λατρεύω, μαγειρεμένο to perfection έτσι που να σου γεμίζει πρώτα την καρδιά και μετά το στομάχι. Και αν μιλάμε για comfort food, και για θετική ενέργεια, και για την Μύκονο του χτες που καταφέρνει να επιβιώσει μέσα στο απίθανο σήμερα, το Ότι Απόμεινε στην είσοδο της πλατείας της Άνω Μεράς είναι εκείνο το μαγαζί που θα το νοιώθω για πάντα σπίτι μου. Με την Λέλα να βγαίνει από την κουζίνα της για να με πάρει μια μεγάλη αγκαλιά, και τον Χρήστο να κάθεται μαζί μας και να μοιράζεται τα νέα του νησιού αλλά και τα σάλια όπως λένε στην Μύκονο τα κουτσομπολιά, ο χρόνος εδώ έχει σταματήσει σε άλλες, πιο όμορφες μέρες. Φαγητό μαμαδίστικο, οι νοστιμότερες μελιτζάνες του σύμπαντος κόσμου, επική κασερόπιτα, εθιστική κοτοσαλάτα, αφράτοι κεφτέδες που μοσχοβολάνε δυόσμο, φρεσκοτηγανισμένες πατάτες και φυσικά, το διασημότερο γουρουνόπουλο του νησιού με πέτσα τραγανή και μελωμένη, και στα γύρω τραπέζια ντόπιοι και «παλιοί» του νησιού που έρχονται μετά το μπάνιο ή το βράδυ για λίγη δροσιά και την σπιτική φιλοξενία που μόνο σε ένα τέτοιο μαγαζί μπορείς να απολαύσεις πραγματικά. Για τον Πάνορμο έχουν γραφτεί πολλά την τελευταία διετία, και δεν θα κρύψω πως ήμουν και εγώ από εκείνους που σοκαρίστηκαν αρχικά με την αλλαγή της παραλίας από ελεύθερη σε σούπερ αξιοποιημένη. Ποιος δεν θα νοσταλγούσε άλλωστε την εποχή που υπήρχε εκεί μόνο η ταβέρνα του Αντώνη και εμείς απλώναμε τα παρεό μας στην άμμο για να ξαπλώσουμε βρεμένοι και γυμνοί μετά την βουτιά στο απέραντο γαλάζιο, ή τα βράδια που ανάβαμε φωτιές και μας έβρισκε το ξημέρωμα κόκκαλα σ΄αυτή την ίδια παραλία που σήμερα φιλοξενεί ξαπλώστρες και ομπρέλες που κοστίζουν 90 ευρώ το σετ? Όμως ο Πάνορμος δεν χάλασε πέρσι, από το Principote, να το πούμε αυτό. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς ο Πάνορμος χάλασε όταν άρχισαν να ξεφυτρώνουν εκείνες οι φρικτές φορητές άσπρες ομπρέλες και οι τέντες με τα ασορτί πουφ και τα χαλιά που έκαναν την αμμουδιά να μοιάζει με πελώριο καταυλισμό τσιγγάνων. Προσωπικά, θα προτιμώ πάντα τις μέρες που οι πάπιες και τα γουρούνια του Γιώργου Σαγκλάρα σουλατσάριζαν στην άμμο και έπιναν τους φραπέδες των λουόμενων, και που τα ματς beach volley που ξεσήκωναν ιαχές ενθουσιασμού από το κοινό που ήταν ακόμα bohemian όσο και το ίδιο το μαγαζί. Όμως μια που τα πράγματα άλλαξαν έτσι κι αλλιώς, εννοείται που θα διαλέγω ξανά και ξανά το stylish και uber chic setting του Principote από το καρακιτσαριό της προηγηθήσης πενταετίας. Και μου αρέσει πολύ και το υπονοούμενο που αφήνουν οι πλεκτές ομπρέλες και οι πετσέτες-παρεό πάνω στις ξαπλώστρες, σαν να σου κλείνουν το μάτι λεπτομέρειες από το χτες, ντυμένες με την αισθητική του σήμερα. Όσο για το φαγητό, δοκιμάστε τον μουσακά της Αυγερίας Σταπάκη – ένα διαστημικό πιάτο με γεύση βγαλμένη κατ’ ευθείαν από τις γευστικές αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων- και θα καταλάβετε ακριβώς τι σημαίνει να μπλέκεις το χτες με το σήμερα, υπό συνθήκες ιδανικές. Όχι πως περίμενα κάτι λιγότερο από τον αγαπημένο μου Γιώργο Παπαγεωργίου βέβαια. Αν δεν ταιριάζαμε και στα γούστα, δεν θα είμασταν τόσα πολλά χρόνια φίλοι καρδιάς. Και τώρα που το έφερε η κουβέντα, θέλω να το γράψω και να το φωνάξω, πως είμαι βαθιά περήφανη για τους φίλους μου στο νησί, που καταφέρνουν τόσα χρόνια τώρα να παραμένουν στην πρώτη σειρά και να μεγαλουργούν γράφοντας ο καθένας την δική του ιστορία. Όπως ο Μίμης Φούκας ας πούμε, που μας έχει χαρίσει κάποιες από τις ωραιότερες νύχτες της ζωής μας μέχρι σήμερα. Για μας που στο Sea Satin του 2001 κάναμε το πάρτι του γάμου μας, το πρώτο ever που έγινε εκεί και που στάθηκε γούρικο νομίζω, εκείνα τα βράδια που κρατούσαν μέχρι το ξημέρωμα που μας έβρισκε σκαρφαλωμένους στα τραπέζια να τραγουδάμε και να χορεύουμε σαν σεληνιασμένοι, είναι συνυφασμένα με το υλικό της ευτυχίας. Και ήταν του Μίμη τα βράδια εκείνα, όχι του μαγαζιού, ήταν η δική του ενέργεια, το δικό του κέφι, η δική του αγάπη γι΄αυτό που έκανε και για τον κόσμο του που τα έκανε όλα έτσι όπως τα ζήσαμε. Ήταν ο Μίμης που έδινε το σύνθημα, χορεύοντας το ωραιότερο ζεμπέκικο Τι σου ‘κανα και πίνεις με τα χέρια απλωμένα σαν φτερά, ήταν ο Μίμης που διάλεγε τα τραγούδια και έντυνε με το δικό του soundtrack τα καλοκαιρινά μας βράδια. Όταν έφυγε από το Sea Satin έκλεισε ένα κύκλος οριστικά, και ευτυχώς που στο δικό του Roca Cookery στο παλιό λιμάνι, με την υπέροχη θέα στην Χώρα και το ηλιοβασίλεμα, έχει μεταφέρει αυτή την μαγική ενέργεια και όλες τις λεπτομέρειες που λατρέψαμε – τις στολισμένες με μπουκέτα από αγριολούλουδα σαμπανιέρες, τα ψάρια που σερβίρονται σε δίσκους από τζάμι, τις μουσικές, το νοιάξιμο, και κυρίως την μαγική του ενέργεια που συχνά μετατρέπει τα ήσυχα βράδια σε ολονύχτια γλέντια από εκείνα που είναι όμως αυθόρμητα και αληθινά, και όχι στημένα σαν ατραξιόν για τους τουρίστες. Από το Roca Cookery εννοείται πως περνάνε οι πάντες. Γιατί επίσκεψη στο νησί χωρίς βόλτα από τον Μίμη είναι σαν να αφήνεις το φαγητό σου ανάλατο. Κάναμε πολλά πράγματα μέσα σε τρεις μέρες. Όσα περισσότερα μπορούσαμε. Φάγαμε ένα βράδυ στο Kiku στο Cavo Tagoo στην βεράντα με την υπέροχη θέα – να δοκιμάσετε οπωσδήποτε αν πάτε τα παϊδάκια με το chili, ήταν εκπληκτικά- επισκεφθήκαμε τις εγκαταστάσεις της μικροζυθοποιίας που φτιάχνει την μπύρα Mikonu – ένα πολύ ενδιαφέρον και φιλόδοξο project που ειλικρινά ελπίζω και εύχομαι να πάει σούπερ γιατί το αξίζει- φάγαμε στο ολοκαίνουριο Wolves of Kitchen στον Ορνό καταπληκτικά κρέατα σε ενδιαφέρουσες κοπές αλλά και ορεκτικά όλο φαντασία και γεύση όπως ας πούμε τα dumplings στον ατμό με χόρτα, γραβιέρα και ντομάτα, ή τα τηγανητά βλίτα, κάναμε μπάνιο στο Pasagi στον Ορνό μια μέρα που φύσαγε μανιασμένα και εκεί είχε λαδιά καταπληκτική – και δεν πληρώσαμε και μια περιουσία μια που το σετ ομπρέλα ξαπλώστρα έχει 22 ευρώ- και βέβαια πήγαμε και για brunch στο Liberty Breakfast Room στο οποίο όμως θα μου επιτρέψετε να αφιερώσω ένα ολόκληρο επόμενο ποστ μια που το βρήκα τόσο #evoula που δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό…Τέλος περάσαμε και από το ολοκαίνουριο Santanna στην Παράγκα που διαθέτει την μεγαλύτερη παραθαλάσσια πισίνα στην Ευρώπη και μέσα της private "νησιά" που κοστίζουν μέχρι και 15.000 μίνιμουμ κατανάλωσης την ημέρα!!! Και βέβαια, πήγαμε και από το super market Φλώρα στο αεροδρόμιο που μετά την ανακαίνιση του έχει γίνει αξιοθέατο από μόνο του, δεν έχετε ξαναδεί τέτοιο έπος ούτε στο εξωτερικό. Design ράφια, πάγκοι και τα πάντα όλα, ποικιλία προϊόντων να βάλεις τα κλάματα από την ζήλια που δεν τα έχουμε στην Αθήνα, κάβα με ποτά που έχει μέχρι Armand de Brignac σε διαστάσεις μολοσσού, ειδικό δωμάτιο για τα τυριά και λαχανικά που η ποικιλία τους θα ικανοποιούσε και τον πιο μίζερο και δύσκολο chef, και φυσικά dj που παίζει live από τις 12 το μεσημέρι! Α, και παιδικά καρότσια με ειδική θέση- αυτοκινητάκι για τους μπόμπιρες που με έκαναν να σκάσω από το κακό μου που αν δοκίμαζα να χωρέσω θα με έβγαζαν μετά με εγχείρηση. Μείναμε στο Grace Mykonos στον Άγιο Στέφανο που φέτος κλείνει τα δέκα του χρόνια και που πραγματικά με ενθουσίασε. Ακόμα και στο πιο απλό και μικρό δίκλινο η προσοχή στην παραμικρή λεπτομέρεια είναι απίστευτη. Pillow menu με επτά διαφορετικές επιλογές, καφετιέρα Nespresso, λευκές σαγιονάρες, καλλυντικά Apivita και αφράτες πετσέτες, δεκάδες κρεμάστρες στην ντουλάπα, μέχρι και το do not disturb δεν είναι μια απλή κάρτα αλλά ένα χαριτωμένο σακουλάκι που κρεμάς έξω από την πόρτα σου. Και κάθε βράδυ, επιστρέφοντας, βρίσκεις στο κρεβάτι σου έναν δίσκο με το ρόφημα της μέρας από την Anassa Organics για ύπνο χαλαρό και όνειρα γλυκά. Όσο για την σουίτα στην οποία μας φιλοξένησαν, θα μπορούσα να περάσω άνετα όλα τα πρωινά μου στην υπέροχη βεράντα με το τεράστιο Jacuzzi ή κάνοντας χαμάμ στο μπάνιο με την ντουσιέρα δωμάτιο. Στα δε amenities περιλαμβανόταν μέχρι και ένα λευκό παρεό!!! Στα plus και το πρωινό που άλλαζε κάθε μέρα και που ήταν βασισμένο σε ελληνικά προϊόντα, όπως και το εξαιρετικό service από το ευγενέστατο προσωπικό. Πολλά πολλά ευχαριστώ για την μοναδική φιλοξενία. Αυτή την φορά, μια που δεν κατεβήκαμε καθόλου στο χωριό αποφασίσαμε να πάρουμε μαζί μας το Volvo για να έχουμε άνεση και ελευθερία κινήσεων. Και το πήγαμε παντού το καημένο, σε διάφορους κατσικόδρομους τους οποίους δεν είχε δει ούτε στους χειρότερους Σουηδικούς του εφιάλτες, και που τους έβγαλε παλικάρι όμως, να το πούμε κι αυτό. Και του λιμανιού και του σαλονιού το λατρεμένο μας... Έτσι, το πλοίο ήταν μονόδρομος παρόλο που προσωπικά, δεν το συμπαθώ καθόλου, μετά τις δύο ώρες παθαίνω τρέλα και κρίσεις πανικού. Όμως τα σαλόνια της VIP θέσης των Blue Star Ferries με φιλοξένησαν σαν στο σπίτι μου με όλα τα κομφόρ. Από WiFi καμπάνα σε όλη την διαδρομή μέχρι καλό καφέ, το προσωπικό που ήταν εξυπηρετικότατο, οι τουαλέτες πεντακάθαρες ακόμα και όταν στην επιστροφή έγινε χαμός από κόσμο, και φάγαμε και Goody’s μετά από καιρό και πολύ το χαρήκαμε. Και δεν κουνηθήκαμε και καθόλου ούτε στο Κάβο Ντόρο ούτε μεταξύ Τήνου και Μυκόνου παρόλο που ένα γερό 6αράκι το είχε, γιατί τα πλοία αυτά είναι σταθερά σαν τρένα… Blue Star Ferries we will be back, ως άλλοι Εξολοθρευτές. <3