Τάκης Σπυριδάκης, δύσκολοι αποχαιρετισμοί.

Μέσα σε μια βδομάδα έφυγαν δυο άνθρωποι που ο καθένας τους είχε αφήσει το ίχνος του στην ζωή μου, παρόλο που και με τους δύο είχα χαθεί εδώ και πολλά χρόνια. Πρώτα ο Λαυρέντης, και τώρα ο Τάκης. Και έρχομαι σήμερα λοιπόν να αποχαιρετήσω έναν άντρα που ερωτεύτηκα κάποτε πολύ, και που είχε ακόμα πολλά να δώσει, αλλά και να πάρει. Τον Τάκη τον γνώρισα τον χειμώνα του 1988 στο Κολωνάκι. Πήγα ένα βράδυ για ποτό με μια παρέα στην Βεγγέρα στον Λυκαβηττό, ήρθε και κάθισε δίπλα μου στο μπαρ, πιάσαμε την κουβέντα, φύγαμε μαζί και τα υπόλοιπα κύλησαν σαν σκηνή από ταινία.

Χωρίσαμε δυόμιση χρόνια αργότερα, δυόμιση χρόνια που στην διάρκεια τους έμαθα πολλά και για εκείνον αλλά και για την ζωή γενικότερα, μια ζωή πολύ διαφορετική από την δική μου και όχι πάντα με τον πιο εύκολο τρόπο. Ήταν ένα ταλαιπωρημένο παιδί που είχε περάσει πολύ δύσκολα πολύ νωρίς, και ταυτόχρονα ήταν ένας ηθοποιός με την επιτυχία της Γλυκιάς Συμμορίας, της Λούφας και Παραλλαγής, και της Πρωινής Περιπόλου πολύ νωπή ακόμα, και με τα κοριτσάκια να τρελαίνονται για αυτή την φευγάτη και κάπως σκοτεινή γοητεία του. Ένα όμορφο ρεμάλι με την καλύτερη των εννοιών που ήξερε όταν ήθελε, να σε βάζει στο παιχνίδι του με φόρα.

Την εποχή που ήμασταν μαζί έγραφε το σενάριο για τον Κήπο του Θεού. Τον θυμάμαι να ξενυχτάει στο μικρό γραφείο που είχε στημένο σε ένα δωμάτιο του σπιτιού του στην Κυψέλη, με τσιγάρα, ποτά και δεκάδες χειρόγραφες σελίδες, και να χτίζει σιγά σιγά μια ιστορία που πραγματευόταν την φυλακή που κρύβουμε εντός μας, και που μας κρατάει αιχμάλωτους και μακριά από ότι ονειρευτήκαμε και επιθυμήσαμε πολύ.

Τον παίδευε πολύ η ιστορία της απόδρασης, όχι μόνο των ηρώων της ταινίας αλλά και η δική του, που την είχε καταφέρει in a way, είχε γυρίσει την ζωή του προς την κατεύθυνση που την ήθελε αλλά με τεράστια προσπάθεια και με συνθήκες που του είχαν αφήσει βαθιά σημάδια. Και πολύ συχνά, έβλεπε και ένοιωθε αδιέξοδο.

Τον ερωτεύτηκα πολύ και με ερωτεύτηκε πολύ και εκείνος. Και έχω πολλές ιστορίες που θα μπορούσα να διηγηθώ για εκείνα τα χρόνια, όμως θα τις κρατήσω για τον εαυτό μου, γιατί είναι τόσο μακρινές, και διανύσαμε τόσο μεγάλη απόσταση και οι δύο μας από τότε, που στην πραγματικότητα θα μας αδικούσαν και τους δύο.Λάτρευε την Αίγινα, είχε ένα σπίτι-καλύβα τότε σε ένα κτήμα στην Καλλιθέα αν θυμάμαι καλά, και το πρώτο καλοκαίρι που πήγαμε μαζί, του τράβηξα αυτή ασπρόμαυρη φωτογραφία στην παραλία που την λάτρεψε. Την χρησιμοποίησε αργότερα για μια συνέντευξη και έτσι, διασώθηκε μέχρι σήμερα.

Χωρίσαμε άσχημα. Στα 26 μου δεν είχα ούτε την υπομονή αλλά ούτε και την διάθεση να ασχοληθώ ουσιαστικά με κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό μου, και έφυγα αφήνοντας πίσω μου όπως συνήθιζα συντρίμμια. Και λίγο καιρό μετά ήρθαν στην ζωή μου ο Πάνος, και μετά ο Ιάσονας, και όλα άλλαξαν οριστικά και αμετάκλητα. Ήρθαν η ευτυχία, και η αγάπη, και η ωριμότητα και εγώ προχώρησα και δεν κοίταξα πίσω ποτέ ξανά.

Με τον Τάκη ξανασυναντηθήκαμε πολλά χρόνια αργότερα μέσω του FB. Γίναμε διαδικτυακοί φίλοι, ανταλλάξαμε μερικά μηνύματα και αποφασίσαμε να πιούμε έναν καφέ έτσι, για χάρη του παρελθόντος. Είχε χωρίσει με την γυναίκα του μόλις, είχε δυο κόρες που υπεραγαπούσε, και είχε προσπαθήσει πολύ να ζήσει μέσα στο πλαίσιο μιας «κανονικής» οικογένειας χωρίς να τα καταφέρει, apparently. Ήταν μια κάπως αμήχανη συνάντηση που όμως κράτησε ώρες, δυο άνθρωποι που δεν είχαν καμιά σχέση μ΄αυτό που υπήρξαν κάποτε, δυο μεσήλικες που τους ένωνε μια κοινή ιστορία και τους χώριζε μια εντελώς διαφορετική ζωή. Μιλήσαμε πολύ, κλείσαμε τους ανοιχτούς λογαριασμούς μας, θυμηθήκαμε τα παλιά και αποχαιρετιστήκαμε χωρίς να ανανεώσουμε το ραντεβού μας. Ξέραμε και οι δύο πως δεν υπήρχε λόγος.

Σήμερα που διάβασα την είδηση του θανάτου του, ένοιωσα σοκαρισμένη. Ήξερα πως είχε πρόβλημα υγείας αλλά πίστευα πως για μια ακόμα φορά θα κατάφερνε να ξεγελάσει την αρρώστια και να γυρίζει τα χαρτιά με το μέρος του. Όμως να που προτίμησε να αποδράσει.

Υ.Γ. Αυτό το αντίο στον Τάκη κρύβει μια λύπη κυρίως για όσα μου έδωσε και δεν κατάφερα να του ανταποδώσω, αν και ευτυχώς, μου δόθηκε η ευκαιρία να του πω τουλάχιστον ένα ευχαριστώ εγκαίρως γιατί απέναντι μου, υπήρξε κύριος με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Και τον λόγο που μου έδωσε κάποτε, τον κράτησε μέχρι το τέλος. Σήμερα, από όσα περάσαμε μαζί, όμορφα και άσχημα, διαλέγω να κρατήσω στην μνήμη μου εκείνα τα βράδια που τον ένοιωθα στον ύπνο μου να έρχεται να με σκεπάζει. Κάτι που δεν έκανε ποτέ άλλοτε κανείς για μένα, ούτε πριν, ούτε μετά. Ελπίζω εκεί που πάει να είναι αληθινά ελεύθερος, ακριβώς όπως ονειρευόταν.