Είσαι μόνη? Φάε ένα λεμόνι.

 

"Είσαι μόνη? Φάε ένα λεμόνι". Την συγκεκριμένη ατάκα της Άννας Παναγιωτοπούλου σε μια επιθεώρηση του Ελεύθερου Θεάτρου πολλά χρόνια πριν, την θυμήθηκα πριν λίγο καιρό ακούγοντας την ιστορία που θα σας διηγηθώ. Και για την οποία έχω ανάμεικτα συναισθήματα μια που συνέβη πολύ κοντά μου, άρα είμαι biased και το δηλώνω εξ αρχής, αλλά θεωρώ πως αξίζει να την ακούσετε και ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματα του.

Την ιστορία λοιπόν την διηγήθηκε μια γυναίκα σε έναν άντρα που γνώρισε, για να του εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους τον ερωτεύτηκε. Σφόδρα. Πως ένοιωθε όλη την ζωή της μόνη, πως προσπαθούσε πάντα να καταφέρει το οτιδήποτε χωρίς κανένα άλλο στήριγμα από τον εαυτό της, πως δεν είχε μεγάλο κύκλο, ούτε πρόσβαση στις μικρές και τις μεγάλες πολυτέλειες της ζωής που τόσο της άρεσαν, πως ο γάμος της τελείωσε άδοξα, και πως έψαχνε να βρει έναν σύντροφο, έναν άνθρωπο που θα την στήριζε στο μέλλον και θα της πρόσφερε την ζωή που επιθυμούσε.

Όταν γνώρισε τον κύριο που λέμε είχε περάσει πια τα σαράντα, είχε χωρίσει πρόσφατα, δεν είχε ιδιαίτερες παρέες πέρα από μια φίλη και μια ξαδέλφη, οι γονείς της ζούσαν σε κάποιο νησί, είχε σπουδάσει στην Ιταλία όπου έζησε έναν έρωτα που δεν προχώρησε, και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα παρόλο που είχε δική της δουλειά, δεν κατάφερνε να ζει την ζωή που ήθελε όπως την ήθελε όχι μόνο για οικονομικούς αλλά κυρίως για κοινωνικούς λόγους. Της έλειπαν οι γνωριμίες και οι προσβάσεις. Της έλειπε επίσης και το class όλως διόλου ολότελα, και αυτό σας ορκίζομαι το λέω εντελώς αντικειμενικά και είναι κρίμα που δεν μπορώ να ανεβάσω μια φωτογραφία για να υπερασπιστώ του λόγου μου το αληθές αλλά τι να κάνουμε που δεν θέλω να την εκθέσω περισσότερο απο ότι εξέθεσε η ίδια τον εαυτό της.

Τέλος πάντων, μέχρις εδώ καλά και σχεδόν θα μπορούσα και να την λυπηθώ, ή έστω να την καταλάβω, αν δεν μάθαινα και την συνέχεια. Γιατί ο κύριος που γνώρισε η γυναίκα της ιστορίας – την οποία για λόγους συντομίας θα την λέω στο εξής Μαρία- ήταν παντρεμένος και εκείνη το ήξερε από την πρώτη μέρα (τον γνώρισε μαζί με την γυναίκα του, δεν συναντήθηκαν τυχαία σε ένα μπαρ οπότε εκείνος την κορόιδεψε)  και παρέμεινε παντρεμένος καθ’ όλη την διάρκεια της σχέσης τους. Και η Μαρία όχι απλά δεν είχε πρόβλημα μ’ αυτό, αλλά της είχε κάνει και FB friend request της συζύγου και παρακολουθούσε την ζωή της από πρώτο χέρι και έβλεπε πως το ζευγάρι ήταν μαζί κανονικά, άρα δεν ήταν καμιά Κοκκινοσκουφίτσα που την ξεγέλασε ο κακός ο Λύκος.

Ελάτε όμως που ο κύριος είχε ότι έψαχνε η Μαρία μας, κοινωνική θέση, προσβάσεις σε κύκλους που δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει διαφορετικά, ωραίο αυτοκίνητο, image, λεφτά, και όλα αυτά τα γυαλιστερά που τραβάνε την προσοχή, και προφανώς είχε και διάθεση για περιπέτειες, δεν λέμε πως άνοιξε μόνη της την πόρτα και μπήκε, εννοείται πως την βρήκε μισάνοιχτη, οπότε το ειδύλλιο όχι απλά πλέχτηκε, αλλά κράτησε και τρία ολόκληρα χρόνια.

Τώρα εγώ που είμαι και κακός άνθρωπος, θα υποθέσω πως στην διάρκεια αυτών των τριών χρόνων η Μαρία πιθανολόγησε κάποια στιγμή πως όπως πολλοί παντρεμένοι έτσι και ο δικός της δεν σκόπευε να αφήσει την γυναίκα του anytime soon, αλλά μάλλον δεν βρήκε την λεπτομέρεια αυτή αρκετά σημαντική, είχε αποκτήσει και πρόσβαση στους κύκλους των ονείρων της έστω και περιφερειακά, πες πες είχε αρχίσει να τον ψήνει να την κυκλοφορεί που και που και πιο κοσμικά από τις ξέχασε με ταβέρνες του πρώτου καιρού, είχαν πάει και κάτι ταξιδάκια «επαγγελματικά» μαζί, τσιμπούσε και τα δωράκια της κάθε τόσο – παπούτσια Prada με 50% έκπτωση όπως έμαθα ήταν το καλύτερο που κατάφερε να σκοράρει αλλά ΟΚ, καθένας με ότι βολεύεται - οπότε έμεινε. Και επειδή όπως είπαμε της άρεσαν όλα αυτά τα φιν φον, κάθε τόσο έριχνε και έναν δακρύβρεχτο χωρισμό μπας και  πιέσει λίγο την κατάσταση και γίνει κανένα θαύμα και πάρει την μεγάλη απόφαση ο άλλος και της μείνει όλος δικός της, αλλά παρόλο που εκείνος έμενε παντρεμένος εκείνη τελικά επέστρεφε, και έτσι πέρναγε ο καιρός.

Μέχρι που έσπασε ο διάολος το πόδι του, το έμαθε η γυναίκα του κυρίου- που έτυχε να είναι φιλενάδα μου και έτσι το έμαθα και εγώ- και η ιστορία τέλειωσε με συνοπτικές διαδικασίες. Και βέβαια, επειδή το κάρμα είναι άτιμο πράγμα στην ζωή, και όταν σκάβεις τον λάκκο του άλλου συνήθως πέφτεις εσύ μέσα, η σύζυγος το έμαθε στο χειρότερο – για την Μαρία- timing, μια που με τα πολλά όχι απλά είχε πείσει τον κύριο να της νοικιάσει διαμέρισμα – μεζονέτα στο Κολωνάκι παρακαλώ έστω και ολίγων τετραγωνικών, μιλάμε για μεγαλεία όχι παίξε γέλασε- αλλά είχε αφήσει το παλιό της διαμερισματάκι κάπου στα νότια και είχε ήδη μετακομίσει, και περίμενε τον καλό της να χωρίσει την γυναίκα του - μια που θεωρητικά δεν είχε πια λόγο να μένει μαζί της αφού η ιστορία είχε αποκαλυφθεί- και να ζήσουν happily ever after.

Ελάτε όμως που ο κύριος όπως αποδείχτηκε καμιά διάθεση δεν είχε να πάει πουθενά, και μπορεί το Μαράκι να ήταν μια χαρά για να του παίρνει πίπες και να αλληλοπαραμυθιάζονται περί μεγάλων ερώτων και λοιπών εμπριμέ, αλλά για να την έχει δική του δίπλα του και να την κάνει κομμάτι της επίσημης εικόνας του ούτε που του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό σοβαρά, και όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι και είδε πως το παραμυθάκι υπήρχε περίπτωση να γίνει πραγματικότητα του πέρασαν και οι έρωτες και οι αγάπες και όχι απλά έμεινε με την γυναίκα του και απ΄ότι μαθαίνω ευχαριστεί κάθε μέρα τον Θεό και το σύμπαν που τον βοήθησαν να συνέλθει προτού τινάξει την ζωή του και την οικογένεια του στον αέρα, αλλά αφού είδε και αποείδε πως η Μαρία δεν σκόπευε να μετακομίσει από την μεζονέτα με το καλό, της έστειλε δικαστικό επιμελητή και την έβγαλε έξω με το ζόρι.

Εδώ επειδή θέλω να φανώ όσο πιο αντικειμενική γίνεται under the circumstances, θα σας προλάβω και θα σας πω ότι προφανώς καλός μαλάκας ήταν και του λόγου του, δεν υπάρχει κανένα θέμα περί αυτού, και είμαι η τελευταία που θα δικαιολογήσει το οτιδήποτε. They totally deserved each other. Και μπορεί να είναι και λίγο κρίμα που δεν κατέληξαν τελικά μαζί, να γελάσει και το παρδαλό κατσίκι.

Μαθαίνοντας την ιστορία και τις λεπτομέρειες της από σχεδόν πρώτο χέρι, για να μιλήσουμε και λίγο σοβαρά, αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί η φιλενάδα μου δεν τον παράτησε τον παπάρα σύξυλο να χτυπάει το κεφάλι του σε μυτερή γωνία, ή ακόμα καλύτερα, γιατί δεν τον άφησε να πάει να ζήσει για κανέναν μήνα με το Μαράκι για να γυρίσει μετά πίσω παρακαλώντας, αλλά ύστερα μπήκα στην θέση της και παραδέχτηκα πως κι εγώ, αν ο Πάνος με τον οποίο έχω ζήσει τριάντα χρόνια και έχει σταθεί δίπλα μου άψογα πάθαινε κάποια στιγμή coup de foudre, ή έπεφτε στον κουβά με την μαλακία, ή περνούσε την κρίση της μέσης ηλικίας έστω και τόσο άγαρμπα, ούτε θα τον έδιωχνα, ούτε θα πετούσα τόσο εύκολα στον δρόμο όσα έχουμε φτιάξει μαζί. Ειδικά αν τον αγαπούσα ακόμα, αν έβλεπα πως το είχε όντως μετανιώσει, και αν ήξερα πως πέρα από όλα αυτά, με αγαπούσε το ίδιο πολύ και εκείνος. Δεν λέω πως η συνέχεια θα ήταν εύκολη, ούτε απλή, όμως και παρόλο που έξω απ' τον χορό πολλά τραγούδια λέμε, πιστεύω πως στο μυαλό μου θα άξιζε την προσπάθεια. 

Το έχω γράψει και σε άσχετη φάση άλλωστε, οι μακροχρόνιοι γάμοι/σχέσεις είναι παράξενες ιστορίες με δεκάδες διαφορετικές όψεις και με πολύ περίπλοκους δεσμούς, και δεν είναι εύκολο για κανέναν να τους τινάξει στον αέρα. Οπότε αν η φίλη μου αποφάσισε πως για τους δικούς της λόγους δεν ήθελε να χαλάσει την ζωή της, και πως ο γάμος και η σχέση της με τον άντρα της μπορούσαν να σωθούν ακόμα και μετά από αυτό, με γεια της και χαρά της. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι γίνεται μέσα στο σπίτι – ή την καρδιά- του άλλου, και γιατί. Και κανενός δεν του πέφτει και λόγος.

Η Μαρία όμως που όχι μόνο είδε φως και μπήκε αλλά έμεινε σε μια σχέση τόσα χρόνια χωρίς να την πειράζει που ήταν ο τρίτος άνθρωπος, σκάβοντας τον λάκκο μιας άλλης γυναίκας που δεν την είχε ενοχλήσει ποτέ σε τίποτα και που δεν ήξερε καν την ύπαρξη της, και βάζοντας τα δυνατά της να διαλύσει μια οικογένεια μόνο και μόνο για πράγματα, για μικροδωράκια, για εξόδους, για ταξίδια και για δυο γνωριμίες που μόλις έσκασε η ιστορία εξαφανίστηκαν έτσι κι αλλιώς, πως μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο στην ζωή της πέρα από μόνη? Και το λέω αυτό, γιατί όταν κάποιον τον αγαπάς πραγματικά, και τον νοιάζεσαι, ακόμα κι αν τον ίδιο μέσα στην τρέλα του δεν τον νοιάζει να εκτεθεί, να τινάξει στον αέρα την σχέση του με το παιδί του, ή να καταστρέψει την δουλειά του, εσύ προσπαθείς να τον προστατέψεις και να τον συγκρατήσεις, δεν τον σπρώχνεις ακόμα πιο δυνατά μόνο και μόνο για να κάνεις το κέφι σου, και κατά τα άλλα γαία πυρί μιχθήτω. 

Γιατί αν δεν σε νοιάζει τίποτα άλλο πέρα απο το να πετύχεις τον στόχο σου με κάθε κόστος, με τι μυαλό περίμενεις πέστε μου πως θα υπάρξει περίπτωση να σε εκτιμήσει ο άλλος, και να σε διαλέξει για να σε έχει «δική» του? Άσχετα από το τι σου λέει και τι σου τάζει μέσα στην κάβλα ή την μαλακία του. Δηλαδή ρε κοπελιά, σαράντα τόσο χρονών γαϊδάρα, και σπουδασμένη, πόσο μυαλό θέλει για να σκεφτείς πως  όταν  έχεις γνωρίσει μια γυναίκα που δεν την ένοιαξε το ότι είσαι παντρεμένος, που δεν την ένοιαξε να συναναστρέφεται την γυναίκα σου, που δεν την ένοιαξε να κυκλοφορεί μαζί σου ενώ όλοι ήξεραν πως δεν έχεις χωρίσει, που δεν την πείραζε να μένει στο περιθώριο και να συνωμωτεί για τόσα χρόνια, και που έσκυβε  και μπουκωνόταν ευχαρίστως για ένα ζευγάρι παπούτσια με έκπτωση, για ποιον ακριβώς λόγο να χαλάσεις την ζωή σου και να την κάνεις μέρος της? Για να σε βλέπουν μαζί της και να λένε να ο μαλάκας? Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Όπως άλλωστε και το μυαλό της Μαρίας.

Υ.Γ. Πίσω στο σύμπαν που έχει παράξενο χιούμορ, μπορεί η φιλενάδα μου να έχασε για καιρό τον ύπνο της, όμως το Μαράκι που ήθελε τα πολλά έχασε τελικά και τα λίγα, μια που όχι απλά δεν άνοιξε τον κύκλο της και δεν ζει την ζωή που ήθελε, αλλά είμαι σίγουρη πως το σκέφτεται δυο φορές πριν πάει οπουδήποτε αλλού πέρα από την Ταβέρνα του Μπάρμπα Θανάση μια που η φίλη μου που δεν είναι και κανένα παιδάκι χτεσινό της έχει διαμηνύσει πως αν την πετύχει πουθενά θα την βγάλει από το μαλλί καρότσι στον δρόμο, και καθόλου δεν την νοιάζει να την κουβεντιάζει μετά όλη η Αθήνα μια που ο βρεμένος την βροχή δεν την φοβάται όπως λέει και ο σοφός λαός, αφού μέσα στα τρία χρόνια που κράτησε το παράνομο ειδύλλιο το είχε μάθει όλη η Αθήνα εκτός από την ίδια. Άρα την έχουν συζητήσει έτσι κι αλλιώς. Και όπως την ξέρω, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως θα τον κρατήσει τον λόγο της. Big time.

Οπότε φαντάζομαι πως η Μαρία μας τώρα θα νοιώθει ακόμα περισσότερο μόνη, και αδικημένη, και την δακρύβρεχτη ιστορία θα προσπαθήσει να την πουλήσει και στον επόμενο μαλάκα που θα βρεθεί στον δρόμο της, αλλά ελπίζω τουλάχιστον μετά από όλα αυτά  να έχει πάρει κι εκείνη το μάθημα της, και να βρει κάποιον που να μην είναι παντρεμένος. Βέβαια, η Αθήνα είναι αυτό το μικρό κακό χωριό που όλοι ξέρουμε όλους και που οι ιστορίες μας ακολουθούν για πάντα, όπως και τα κουτσομπολιά, οπότε μένει να δούμε που θα πλεχτεί το επόμενο της ειδύλλιο. Κάπου εξοχικά υποθέτω. Αλλά δεν πειράζει. Όταν υπάρχει αληθινή αγάπη, τι σημασία έχει αν βγαίνει βόλτα στην ταβέρνα του Μπάρμπα Θανάση αντί για την Σπονδή?

Τι? Όχι?