Κάποτε…

Τον παιδικό μου φίλο, που μεγαλώσαμε μαζί και που μέχρι τα 20κάτι μας ήμασταν αχώριστοι, τον βλέπω σπάνια πια. Λιγότερο από μια φορά τον χρόνο, τις περισσότερες φορές τυχαία. Μιλάμε και άλλες τόσες φορές στο τηλέφωνο, αυτά τα αμήχανα τυπικά “τι κάνεις” και “πως είσαι” που προσπαθούν μάταια να ενώσουν τις τελείες μιας συζήτησης που δεν έχει πια νόημα, ούτε ενδιαφέρον για κανέναν απ΄τους δυό μας.
Καμιά φορά θυμάμαι τα ανέμελα καλοκαίρια μας στην Κινέττα, όταν εκείνος που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος μου με μάθαινε να ψαρεύω χταπόδια, να κάνω σκι με ένα πέδιλο και να στρίβω τσιγάρα με τζιβάνες φτιαγμένες από χρωματιστό χαρτόνι. Και αργότερα, από την εφηβεία μας και μετά, τους χειμώνες στην Αυτοκίνηση και στην Bora Bora και τα καλοκαίρια μας στην Μύκονο, τότε που απ΄το τραπέζι μας περνούσαν οι ωραιότερες και οι ωραιότεροι κάθε βραδιάς, και εμείς διαλέγαμε, σαν άλλη κριτική επιτροπή με ποιους θα περνούσαμε τις επόμενες ώρες. Ήμασταν νέοι, ωραίοι, επιπόλαιοι, ασυνείδητοι και ατρόμητοι, και βουτούσαμε με το κεφάλι μέσα σε κάθε είδους κρεπάλη, σε κάθε απόλαυση και σε κάθε ρίσκο. Το τέλειο ζευγάρι, συνένοχοι σε ατελείωτα εγκλήματα καρδιάς και όχι μόνο, παρόλο που δεν υπήρξαμε ποτέ “μαζί”.

Καποια στιγμή, μας χώρισε η ζωή. Εγώ αποφάσισα να ξεφύγω από την χώρα του Ποτέ Ποτέ και εκείνος προτίμησε να κυνηγάει για πάντα το καλοκαίρι αλλάζοντας χώρες και time zones. Δεν ξέρω ποιος απ’ τους δυο μας έκανε την καλύτερη επιλογή, ειλικρινά. Υπάρχουν μέρες σαν την σημερινή που θα έδινα γη και ύδωρ για να ξαναείμαι το κορίτσι εκείνων των καλοκαιριών όχι τόσο εξωτερικά όσο μέσα μου. Να είμαι επενδεδυμένη με αυτό το “χέστηκα” για όλους και για όλα, αυτή την αδιαφορία που όταν είναι ειλικρινής και αληθινή κρατάει εσένα ασφαλή και όλους τους γύρω σου δεμένους με την μαγική κλωστή των όχι σου που είναι far πιο πολύτιμα από τα ναι σου.
Παρόλα αυτά, τώρα είμαστε αυτοί που είμαστε, εδώ που είμαστε. Δυο ξένοι που κάποτε υπήρξαν τόσο μα τόσο πολύ σημαντικοί ο ένας για τον άλλον. Και αυτή η γνώση του ότι όταν τον νοσταλγώ νοσταλγώ το αγόρι που υπήρξε κάποτε και όχι τον άντρα που είναι σήμερα, είναι μια σκιά που απλώνεται πάνω απ΄όλες τις σημαντικές σχέσεις της ζωής μου. Αν φοβάμαι κάτι πιο πολύ κι απ΄τον θάνατο, είναι η ρουτίνα. Και αυτή η θαμπάδα με την οποία ο χρόνος και η συνήθεια καλύπτουν όλα τα μοναδικά, τα υπέροχα και τα λαμπερά που μας φωτίζουν, μέσα και έξω μας.

Μου το θύμισε το FB. Αφιερωμένο εξαιρετικά στον Δημήτρη, αλλά και σε όλες εκείνες τις αγάπες της ζωής μου που θάμπωσαν με τον χρόνο…